κουτσός

κουτσός
крив

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

  • κουτσός — ή, ό επίρρ. ά 1. κουτσοπόδης, κουτσός: Είναι κουτσός από τον ανταρτοπόλεμο. 2. το ουδ. κουτσό, ως ουσ. σημαίνει είδος παιχνιδιού. 3. η παροιμία «ο κουτσός με το να πόδι δίνει μια και πάει στην πόλη» δηλώνει ότι συχνά αυτοί που θεωρούνται ανίκανοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσοπόδης, -α, -ικο — κουτσός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούτσαβλος — και κούτσαυλος, ο, θηλ. κουτσάβλα και κουτσαύλα (σκωπτ.) πολύ κουτσός, ανάπηρος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψ αυλος (για την τροπή τού κοψ σε κουτό βλ. κουτσός) + αυλός «κνήμη»] …   Dictionary of Greek

  • χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • куцый — укр. куций, блр. куцы – то же, куцан черт , польск. kuс бесхвостое животное (сюда не относится болг. куц хромой , заимств. из нов. греч. κουτσός – то же, ср. Г. Майер (Ngr. Stud. 2, 97 и сл.), вопреки Бернекеру (1, 636). Возм., экспрессивный… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Alexis Panselinos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Alexis Panselinos caption = pseudonym = birth date = 1943 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = Greek period = 1982 ndash; genre = subject = movement =… …   Wikipedia

  • Κουτσόβλαχος — ο, θηλ. Κουτσοβλάχα στον πληθ. οι Κουτσόβλαχοι λατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • Παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • αμφιγυήεις — ἀμφιγυήεις, ο (Α) (ως επίθ. τού Ηφαίστου) αυτός που και από τα δυο του πόδια είναι χωλός, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίγυος + ομηρ. κατάλ. ήεις. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε για μετρικούς λόγους στην Ιλιάδα ως επίθ. τού Ηφαίστου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”